αὐτοχερί
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
Adv. of αὐτόχειρ, poet. for αὐτοχειρί, Call.Epigr.22: c. gen., αὐτοχερὶ ποσίων ἐδάμησαν Man.3.200.
German (Pape)
[Seite 404] = αὐτοχειρί, Callim. ep. 59 (VII, 517); Maneth. 3, 200.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοχερί: ἐπίρρ. τοῦ αὐτόχειρ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ αὐτοχειρί, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 21· μετὰ γεν., αὐτοχερὶ ποσίων ἐδάμησαν Μανέθ. 3. 200.
Spanish (DGE)
v. αὐτοχειρί.