εἰλυθμός
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ὁ, (εἰλύω) lurking-place, den, Nic.Th.285; glossed by ἕλκος, τρόμος, Hsch. εἰλύϊος, ὁ, wood-worm, Id.
Greek (Liddell-Scott)
εἰλυθμός: ὁ, (εἰλύω) «κατάδυσις, φωλεὸς» (Ἐτυμ. Μ. 299, 45), Νικ. Θ. 283.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
tanière, repaire d'animaux.
Étymologie: εἰλύω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 cubil, guarida de una serpiente ἔνθ' εἰλυθμὸν ἔχεσκεν Nic.Th.285, cf. Sch.Nic.Th.283b, 285b, cf. εἰλυός.
2 arrastre, tracción Hsch.ε 921.