οἰνοειδής

From LSJ
Revision as of 10:38, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοειδής Medium diacritics: οἰνοειδής Low diacritics: οινοειδής Capitals: ΟΙΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: oinoeidḗs Transliteration B: oinoeidēs Transliteration C: oinoeidis Beta Code: oi)noeidh/s

English (LSJ)

ές, like wine, Hsch.s.v. οἰνωπόν.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοειδής: -ές, ὅμοιος οἴνῳ, Ἡσύχ. ἐν λ. οἰνωπόν.

Greek Monolingual

-ές (Α οἰνοειδής, -ές) οίνος
αυτός που μοιάζει με κρασί κατά τη γεύση, το χρώμα ή τη σύσταση («οἰνοειδῆ ποτά», Ησύχ.).