οἰκοδέγμων
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
ονος, ὁ, one who receives people into his house, Trag.Adesp.594.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδέγμων: -ονος, ὁ, ὁ δεχόμενος ἢ ἑστιῶν τινα ἐν τῇ ἑαυτοῦ οἰκίᾳ, Τραγικ. λέξις παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 11.
Greek Monolingual
οἰκοδέγμων, -όνος, ὁ (Α)
αυτός που δέχεται και φιλοξενεί κάποιον στο σπίτι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο-δέγμων, νεκρο-δέγμων].