οὐλαφηφόρος
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
ὁ, undertaker, corpse-carrier, Call.Iamb.1.234.
Greek Monolingual
οὐλαφηφόρος, ὁ (Α)
αυτός που μεταφέρει νεκρό, νεκροφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὔλαφος + -φόρος].