ταλαπαθής
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
English (LSJ)
ές, = τληπαθής, Suid.
German (Pape)
[Seite 1065] ές, = τληπαθής, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλᾰπαθής: -ές, (*τλάω) = τληπαθής, ταλαίπωρος, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ές, Α
βλ. ταλαιπαθής.