εὔνησος
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
ον, with beautiful islands, πόλις Nonn.D.41.15.
German (Pape)
[Seite 1082] mit schönen Inseln, Nonn. D. 41, 15.
Greek Monolingual
εὔνησος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία νησιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νήσος].