τεχνιτεία
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
English (LSJ)
ἡ, artifice, Epicur.Ep.2p.40U., Hippoloch. ap. Ath.4.130a, S.E.M.5.86.
German (Pape)
[Seite 1103] ἡ, das künstliche Arbeiten, die Künstelei; Ath. VI, 130 a; D. L. 10, 93.
Greek (Liddell-Scott)
τεχνῑτεία: ἡ ἔντεχνος ἐκτέλεσις, ἔντεχνος ἐργασία, Λατιν. elaboratio, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 93, Ἱππόλοχ. παρ’ Ἀθην. 130Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 80· κοινῶς τεχνητεία. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.
Greek Monolingual
ἡ, Α τεχνιτεύω
έντεχνη εργασία.
Russian (Dvoretsky)
τεχνῑτεία: ἡ искусство, умение Diog. L.: πολλῆς τεχνιτείας εἶναι Sext. быть выполненным с большим искусством.