τυντλώδης

From LSJ
Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυντλώδης Medium diacritics: τυντλώδης Low diacritics: τυντλώδης Capitals: ΤΥΝΤΛΩΔΗΣ
Transliteration A: tyntlṓdēs Transliteration B: tyntlōdēs Transliteration C: tyntlodis Beta Code: tuntlw/dhs

English (LSJ)

ες, muddy, λόγος (οἷον πεπατημένος καὶ κοινός) Com.Adesp.909.

Greek (Liddell-Scott)

τυντλώδης: -ες, (εἶδος) πηλώδης, λασπώδης, «τυντλώδης καὶ ληρώδης λόγος, οἷον ὁ πεπατημένος καὶ κοινός· τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλὸς» Α. Β. 65, 15.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α τύντλος)
1. (κατά το λεξ. Σούδα) λασπώδης
2. μτφ. (κατά τον Φρύν. στα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τυντλώδης και ληρώδης λόγος, οἷονπεπατημένος καὶ κοινός
τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλός».