τραγοειδής
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
ές, like a he-goat, Pl.Cra.408d.
German (Pape)
[Seite 1133] ές, bocksartig, bocksähnlich, Plat. Crat. 408 d.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τράγον, Πλάτ. Κρατ. 408D.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
όμοιος με τράγο, τραγόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -ειδής].
Russian (Dvoretsky)
τρᾰγοειδής: козлоподобный (Πάν Plat.).