ἀπόναιο
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
ἀποναίατο, v. ἀπονίναμαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόναιο: ἀποναίατο, ἴδε ἀπονίναμαι.
English (Autenrieth)
see ἀπονίνημι.
Spanish (DGE)
ἀποναίατο v. ἀπονίναμαι.
Greek Monotonic
ἀπόναιο: γʹ ενικ. ευκτ. του ἀπονίναμαι· ἀπ-οναίατο, γʹ πληθ.