ἀσθενικός

From LSJ
Revision as of 10:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσθενικός Medium diacritics: ἀσθενικός Low diacritics: ασθενικός Capitals: ΑΣΘΕΝΙΚΟΣ
Transliteration A: asthenikós Transliteration B: asthenikos Transliteration C: asthenikos Beta Code: a)sqeniko/s

English (LSJ)

ή, όν, weakly, παιδίον Arist.HA587a20, Timo 26.1, Luc.Tox.19. Adv. -κῶς, αἰσθάνεσθαι Arist.Insomn.462a20.

German (Pape)

[Seite 370] schwächlich, Arist. H. A. 5, 14; Luc. Tox. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσθενικός: -ή, -όν, ὁ μὴ σθεναρός, πάσχων, ἀδύνατος, φιλάσθενος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 10. 3, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 55. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἐλαφρῶς, Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 3. 17.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 enfermizo τὸ παιδίον Arist.HA 587a20, βίος Ptol.Tetr.4.9.12, cf. 3.5.6, 13.16, Luc.Tox.19
fig. flojo de los escritos de Jenofonte, Timo SHell.800.
2 adv. -ῶς débilmente en el sueño αἰσθάνεσθαί πῃ ... ἀ. μέντοι Arist.Insomn.462a20.

Greek Monolingual

και αστενικός, -ή, -ό (AM ἀσθενικός, -ή, -όν) ασθενής
1. ο φιλάσθενος, αυτός που εύκολα αρρωσταίνει
2. ο ανίσχυρος
3. αυτός που προκαλεί ασθένειες.

Russian (Dvoretsky)

ἀσθενικός: слабосильный, болезненный, хилый Arst., Luc., Diog. L.