ἀστραπηβόλος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (βάλλω) hurling lightnings, Id.1682.5.
German (Pape)
[Seite 377] ὁ, der Blitzeschleuderer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰπηβόλος: -ον, (βγάλω) ὁ ἀστραπηβολῶν, Εὐμάθ. 6. 197 = 232, Εὐστ. 1682. 5.
Spanish (DGE)
-ον
relampagueante, centelleante πῦρ Eust.1060.48, ἀκτίς Eust.1682.5.
Greek Monolingual
ἀστραπηβόλος, -ον (Μ)
αυτός που ρίχνει αστραπές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + -βόλος < βάλλω «κτυπώ, ρίχνω»].