ἡμίχρηστος

From LSJ
Revision as of 10:53, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίχρηστος Medium diacritics: ἡμίχρηστος Low diacritics: ημίχρηστος Capitals: ΗΜΙΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: hēmíchrēstos Transliteration B: hēmichrēstos Transliteration C: imichristos Beta Code: h(mi/xrhstos

English (LSJ)

ον, half-good, Arist.Pol.1315b9.

German (Pape)

[Seite 1171] halb brauchbar, halb gut, Arist. Pol. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίχρηστος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ χρηστός, Ἀριστ. Πολ. 5. 11. 34.

Greek Monolingual

ἡμίχρηστος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ, εν μέρει χρηστός, εν μέρει αγαθός.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίχρηστος: наполовину, т. е. недостаточно хороший (ἦθος Arst.).