ἰθυκρήδεμνος
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
ον, epithet of ships, prob. with canvas set, Pamphosap.Paus.7.21.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθυκρήδεμνος: ῑ, ον, ἐπίθετ. τῶν πλοίων, Πάμφως παρὰ Παυσ. 7. 21, 9, πιθαν. νὰ σημαίνῃ πλοῖον ἔχον τὰ ἱστία ἀναπεπταμένα.
Greek Monolingual
ἰθυκρήδεμνος, -ον (Α)
(για πλοία) αυτός που έχει τα ιστία αναπεπταμένα, τα πανιά ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + κρήδεμνον «κάλυμμα»].