ὀλβιόφρων

From LSJ
Revision as of 10:56, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβιόφρων Medium diacritics: ὀλβιόφρων Low diacritics: ολβιόφρων Capitals: ΟΛΒΙΟΦΡΩΝ
Transliteration A: olbióphrōn Transliteration B: olbiophrōn Transliteration C: olviofron Beta Code: o)lbio/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, leaning towards the rich, ποδάγρα Luc.Trag.194.

German (Pape)

[Seite 318] ον, dessen Sinn auf Reiche gerichtet ist, ποδάγρα, Luc. Tragodop. 656.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ φρονῶν τὰ τῶν ὀλβίων, εἰς τοὺς ὀλβίους προσκολλώμενος, ὀλβιόφρον ποδάγρα Λουκ. Τραγῳδοποδ. 193.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui ne songe qu’à la fortune et au bonheur.
Étymologie: ὄλβιος, φρήν.

Greek Monolingual

ὀλβιόφρων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που διάκειται φιλικά προς τους ολβίους, που κλίνει προς τους πλουσίους, που αγαπά τους πλουσίους («ὀλβιόφρον ποδάγρα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων].

Russian (Dvoretsky)

ὀλβιόφρων: 2, gen. ονος помышляющий о счастливых, льнущий к богатым (ποδάγρα Luc.).