Ἰσθμιονίκης
From LSJ
English (LSJ)
[νῑ], ου, ὁ, conqueror in the Isthmian Games, B.9.26 (also Ἴσθμιο-νῑκος, ὁ, Id.1.46): Ἰσθμιονῖκαι, οἱ, title of one book of Pindar's odes, A.D.Synt.156.11, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰσθμιονίκης: -ου, ὁ, νικῶν ἐν τοῖς Ἰσθμικοῖς ἀγῶσιν: ― Ἰσθμιονῖκαι, ἐπιγράφονται ᾠδαί τινες τοῦ Πινδάρου.
Greek Monolingual
Ἰσθμιονίκης και Ἰσθμιόνικος, ὁ (Α)
1. ο νικητής στους Ισθμιακούς αγώνες, στα Ίσθμια
2. στον πληθ. Ἰσθμιονῑκαι και Ἰσθμιόνικοι
τίτλος ενός βιβλίου τών ωδών του Πινδάρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴσθμια + -νίκης (< νίκη), πρβλ. Ολυμπιονίκης, Πυθιονίκης].