ὀρεσίφοιτος
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
ον, = ὀρείφοιτος, Corn.ND34.
German (Pape)
[Seite 372] = ὀρείφοιτος, Phurnut. de nat. deor. c. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεσίφοιτος: -ον, = ὀρείφοιτος, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 34.
Greek Monolingual
ὀρεσίφοιτος και οὐρεσίφοιτος, -ον (Α)
βλ. ὀρείφοιτος·