ὁμήρευμα

Revision as of 11:02, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ατος, τό, hostage, pledge, Plu.Rom.16(pl.).

German (Pape)

[Seite 330] τό, Geißel, Unterpfand, μεγάλοις ὁμηρεύμασιν ἐνδεδεμένους, Plut. Rom. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμήρευμα: τό, ἐνέχυρον, ἐγγύησις, Πλουτ. Ρωμ. 16.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
gage, caution.
Étymologie: ὁμηρεύω.

Greek Monolingual

ὁμήρευμα, τὸ (Α) [[[ομηρεύω]] (Ι)]
ενέχυρο, εγγύηση.

Greek Monotonic

ὁμήρευμα: -ατος, τό, εγγύηση, ενέχυρο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμήρευμα: ατος τό поручительство, залог Plut.

Middle Liddell

ὁμήρευμα, ατος, τό,
a hostage, pledge, Plut. [from ὁμηρεύω