ὁραματίζομαι

Revision as of 11:03, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

look, Aq.Ps.10(11).4.

German (Pape)

[Seite 367] sehen, LXX.

Greek Monolingual

ὁραματίζομαι) όραμα
νεοελλ.
1. βλέπω οράματα, οπτασίες
2. ονειροπολώ για κάτι που ποθώ και αισιοδοξώ ότι θα γίνει, φαντάζομαι («οι νέοι οραματίζονται ένα καλύτερο αύριο»)
αρχ.
βλέπω, παρατηρώ.