ὑπερφλοισμοὶ

From LSJ
Revision as of 11:06, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφλοισμοὶ Medium diacritics: ὑπερφλοισμοὶ Low diacritics: υπερφλοισμοί Capitals: ΥΠΕΡΦΛΟΙΣΜΟΙ
Transliteration A: hyperphloismoì Transliteration B: hyperphloismoi Transliteration C: yperfloismoi Beta Code: u(perfloismoi\

English (LSJ)

ὑγροί, gloss on διαφλύξιες, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) (ως ερμ. του τ. διαφλύξιες) «ὑγροί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φλοισμός < θ. φλοιδ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ΙΕ ρίζας bhl-ei-d- (παρεκτεταμένη μορφή της αρχικής ρίζας bhl-ei- «φουσκώνω, ξεχειλίζω, γεμίζω», πρβλ. φλοιδ-, -φλοισμός). Για τη μορφή και τη σημ. του τ. βλ. και λ. φλίω.