ὑπερφλοισμοὶ
From LSJ
English (LSJ)
ὑγροί, gloss on διαφλύξιες, Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) (ως ερμ. του τ. διαφλύξιες) «ὑγροί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φλοισμός < θ. φλοιδ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ΙΕ ρίζας bhl-ei-d- (παρεκτεταμένη μορφή της αρχικής ρίζας bhl-ei- «φουσκώνω, ξεχειλίζω, γεμίζω», πρβλ. φλοιδ-ῶ, ἀ-φλοισμός). Για τη μορφή και τη σημ. του τ. βλ. και λ. φλίω.