ῥυστακτύς

Revision as of 11:13, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ύος, ἡ, dragging about, rough handling, 18.224.

German (Pape)

[Seite 853] ἡ, das gewaltsame Ziehen, Hin- und Herzerren, Schleppen, übh. gewaltsame, schimpfliche Behandlung, Mißhandlung, Od. 18, 224.

Greek (Liddell-Scott)

ῥυστακτύς: -υος, ἡ, βίαιος ἑλκυσμός, αἰκία, Ὀδ. Σ. 224.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
tiraillement, mauvais traitement, violence.
Étymologie: ῥυστάζω.

English (Autenrieth)

ύος (ῥυστάζω): dragging, maltreatment, Od. 18.224†.

Greek Monolingual

-ύος, ἡ, Α
1. βίαιη έλξη
2. κακή μεταχείριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυστάζω + επίθημα -τύς (πρβλ. πλαγκ-τύς)].

Greek Monotonic

ῥυστακτύς: -ύος, ἡ, βίαιο τράβηγμα, κακομεταχείριση, κακοποίηση, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ῥυστακτύς: (ῡ), ύος (ῠ) ἡ нанесение обиды, обида, притеснение Hom.

Middle Liddell

ῥυστακτύς, ύος, ἡ, [from ῥυστάζω
a dragging about, maltreatment, Od.