ῥυστακτύς
English (LSJ)
ύος, ἡ, dragging about, rough handling, 18.224.
German (Pape)
[Seite 853] ἡ, das gewaltsame Ziehen, Hin- und Herzerren, Schleppen, übh. gewaltsame, schimpfliche Behandlung, Mißhandlung, Od. 18, 224.
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
tiraillement, mauvais traitement, violence.
Étymologie: ῥυστάζω.
English (Autenrieth)
ύος (ῥυστάζω): dragging, maltreatment, Od. 18.224†.
Greek Monolingual
-ύος, ἡ, Α
1. βίαιη έλξη
2. κακή μεταχείριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυστάζω + επίθημα -τύς (πρβλ. πλαγκ-τύς)].
Greek Monotonic
ῥυστακτύς: -ύος, ἡ, βίαιο τράβηγμα, κακομεταχείριση, κακοποίηση, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ῥυστακτύς: (ῡ), ύος (ῠ) ἡ нанесение обиды, обида, притеснение Hom.
Middle Liddell
ῥυστακτύς, ύος, ἡ, [from ῥυστάζω
a dragging about, maltreatment, Od.