μεταχείριση

Greek Monolingual

η (ΑΜ μεταχείρισις, Α και μεταχείρησις) μεταχειρίζομαι
χρησιμοποίηση, χρήση
νεοελλ.
τρόπος συμπεριφοράς προς κάποιον
μσν.
1. χειρισμός, τρόπος ενέργειας
2. σφετερισμός, οικειοποίηση
3. εγχείρημα, επιχείρηση
4. (για τον Κυριακό δείπνο) συμμετοχή
αρχ.
1. ιατρική αγωγή, θεραπεία
2. ιατρ. τρόπος παρασκευής («μεταχείρισις επιπλάσματος», Ορειβ.).