Ὠαρίων
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
Ὠᾰριώνειος, v. sub Ὠρίων.
Greek (Liddell-Scott)
Ὠᾰρίων: Ὠᾰριώνειος, ἴδε ἐν λ. Ὠρίων.
English (Slater)
Ὠαρίων son of Hyrieus; a hunter and constellation. ἔστι δ ἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν ωαρίωνα νεῖσθαι (N. 2.12) ἀλόχῳ ποτὲ θωραχθεὶς ἔπεχ' ἀλλοτρίᾳ ὠαρίων (sc. Meropae, Oenopionis filiae, vel potius uxori, Snell) fr. 72. testt., (cf. Schr., [1921], 470ff.) Hyginus, Astron., 2. 34, Aristomachus (Antimachus coni. Schr.) autem dicit quendam Hyriea fuisse Thebis, Pindarus autem in insula Chio etc. = test. ad fr. 72. Strabo, 9. 2. 12, καὶ ἡ Ὑρία δὲ τῆς Ταναγραίας νῦν ἐστι πρότερον δὲ τῆς Θηβαίδος· ὅπου ὁ Ὑριεὺς μεμύθευται καὶ ἡ τοῦ ὠρίωνος γένεσις ἥν φησι Πίνδαρος ἐν τοῖς διθυράμβοις fr. 73. v. testt., s. v. Πληϊόνα, Πελειάδες.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. Ωρίων.
Greek Monotonic
Ὠᾰρίων: Ὠᾰριώνειος, Δωρ. αντί Ὠρίων, Ὠριώνειος.
Russian (Dvoretsky)
Ὠᾰρίων: ωνος ὁ Pind. = Ὠρίων.