κατάνυξη

From LSJ
Revision as of 07:35, 9 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source

Greek Monolingual

η (AM κατάνυξις)
1. έξαρση της ψυχής από ευσέβεια, βαθιά ευλάβεια, έκσταση
2. πρόκληση μεγάλης συγκίνησης
αρχ.
νάρκη, λήθαργος («ἐπότισας ἡμᾶς οἶνον κατανύξεως», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατανύσσω. Για τη σημασιολογική εξέλιξη της λ. βλ. κατανύσσω.