κατάνυξη
From LSJ
η (AM κατάνυξις)
1. έξαρση της ψυχής από ευσέβεια, βαθιά ευλάβεια, έκσταση
2. πρόκληση μεγάλης συγκίνησης
αρχ.
νάρκη, λήθαργος («ἐπότισας ἡμᾶς οἶνον κατανύξεως», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατανύσσω. Για τη σημασιολογική εξέλιξη της λ. βλ. κατανύσσω.