θυλακίσκιον
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
German (Pape)
[Seite 1222] τό, dim. zum Folgdn, Ar. bei Poll. 10, 172, Bekker aber lies't θυλακίσκος.
Greek Monolingual
θυλακίσκιον, τὸ (Α)
υποκορ. του θυλακίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυλακίσκος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. κοράσιον, παιδίον)].
Russian (Dvoretsky)
θῡλᾰκίσκιον: τό мешочек Arph.