θέλγητρον

Revision as of 10:55, 13 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

τό, (θέλγω) charm, spell, in plural, Hld.7.9: more usually metaph., ὦ φίλον ὕπνου θ. E.Or.211; πόθων θέλγητρα Ath.5.22of; of music, Luc.Im.14; of a city, Id.Scyth.5; cf. θέλκτρον.

German (Pape)

[Seite 1192] τό, Bezauberung, Beschwichtigung, Ergötzung; ὦ φίλον ὕπνου θ. Eur. Or. 211; πόθων θέλγητρα Ath.V, 220 f; Luc. Scyth. 5; Phot. erkl. τὸ εἰς ἡδονὴν ἄγον. Auch das Zaubermittel, Hel. 7, 9.

Greek (Liddell-Scott)

θέλγητρον: τό, (θέλγω) πᾶν ὅ,τι θέλγει, μαγεύει, ὦ φίλον ὕπνου θ. Εὐρ. Ὀρ. 211· πόθων θέλγητρα Ἀθήν. 220F· ἐπὶ τῆς μουσικῆς, Λουκ. Εἰκόν. 14· πρβλ. θέλκτρον. 2) μαγικὸν μέσον, φίλτρον, Ἡλιόδ. 7, 9.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
soulagement, douceur qui charme.
Étymologie: θέλγω.

English (Slater)

θέλγητρον attraction θέλγητρ' ἁδονᾶς fr. 278 ad fr. 223.

Greek Monotonic

θέλγητρον: τό (θέλγω), φυλακτό ή ξόρκι, σε Ευρ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

θέλγητρον: τό чары, очарование (ὕπνου Eur.): θέλγητρα ἔχειν πρός τινα Luc. очаровывать кого-л.

Middle Liddell

θέλγητρον, ου, τό, θέλγω
a charm or spell, Eur., Luc.

English (Woodhouse)

charm, enchantment, something that soothes