accuse
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. κατηγορεῖν (τινός, τι), αἰτιᾶσθαί (τινά, τινος), ἐπαιτιᾶσθαι (τινά, τινος), ἐγκαλεῖν (τινί, τι), Ar. and P. ἐπικαλεῖν (τινί, τι).
Prosecute: P. and V. διώκειν, Ar. and P. γράφεσθαι.
Join in accusing: P. συγκατηγορεῖν (τινός, τινι, or τινὸς, μετά τινος).
Accuse maliciously: Ar. and P. συκοφαντεῖν.