τέλεσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, event, fulfilment, App.Anth.3.146.12 (Theon, pl.); ἵνα τέλεσιν τὴν ταχίστην λάβῃ τὰ λειτουργήματα POxy.1412.13 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1085] εως, ἡ, die Vollendung (?).
Greek Monolingual
-έσεως, ἡ, ΜΑ
βλ. τέλεση.
Russian (Dvoretsky)
τέλεσις: εως ἡ окончание или исполнение Anth.