ρηγμίν

From LSJ
Revision as of 15:05, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

και ῥηγμίς, -ῑνος, ή, Α
1. τόπος όπου προσκρούει και παλινδρομεί το κύμα, η ακτή («κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῑνα βαθεῖαν τύπτετε», Ομ. Οδ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥηγμῑνες
τὰ ἀπορρήγματα τῆς πέτρας»
3. φρ. «ῥηγμὶν βίοιο» — το τέλος της ζωής, ο θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα ῥηγ- του ρήγνυμι με επίθημα -(μ)ίς, -ῖνος (πρβλ. στα-μίς: ἵστημι) ή αναλογικά προς τον τ. θίν / θίς, θινός «ακτή, παραλία»].