συγγίνομαι
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
Ionic and later Gr. for συγγίγνομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συγγίγνομαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συγγίγνομαι.