συγχώνευση
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ενέργεια του συγχωνεύω, συνένωση πολλών ομοειδών πραγμάτων σε ένα, ώστε να αποτελούν ενιαίο σύνολο, συνένωση, ενοποίηση (α. «συγχώνευση υπηρεσιών» β. «συγχώνευση τραπεζών»)
2. φρ. «συγχώνευση επιχειρήσεων»
(οικον.) συγχώνευση δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων, η οποία μπορεί να γίνει με τη σύσταση νέας εταιρείας, με την υπαγωγή μιας ή περισσότερων εταιρειών σε άλλη εταιρεία και με εξαγορά μιας ή περισσότερων εταιρειών από άλλη εταιρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγχωνεύω. Η λ., στον λόγιο τ. συγχώνευσις, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].