συγχώνευση
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ενέργεια του συγχωνεύω, συνένωση πολλών ομοειδών πραγμάτων σε ένα, ώστε να αποτελούν ενιαίο σύνολο, συνένωση, ενοποίηση (α. «συγχώνευση υπηρεσιών» β. «συγχώνευση τραπεζών»)
2. φρ. «συγχώνευση επιχειρήσεων»
(οικον.) συγχώνευση δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων, η οποία μπορεί να γίνει με τη σύσταση νέας εταιρείας, με την υπαγωγή μιας ή περισσότερων εταιρειών σε άλλη εταιρεία και με εξαγορά μιας ή περισσότερων εταιρειών από άλλη εταιρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγχωνεύω. Η λ., στον λόγιο τ. συγχώνευσις, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].