ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
η1. συνένωση, σύμπτυξη δύο ή πολλών πραγμάτων σε ένα («ενοποίηση υπηρεσιών»)2. (για διάφορες ύλες) ένωση σ' ένα συμπαγές σύνολο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ενοποιώ. Η λ. ενοποίησις μαρτυρείται στον Π. Βράιλα].