Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ενοποίηση

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

η
1. συνένωση, σύμπτυξη δύο ή πολλών πραγμάτων σε ένα («ενοποίηση υπηρεσιών»)
2. (για διάφορες ύλες) ένωση σ' ένα συμπαγές σύνολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενοποιώ. Η λ. ενοποίησις μαρτυρείται στον Π. Βράιλα].