ενοποίηση

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

η
1. συνένωση, σύμπτυξη δύο ή πολλών πραγμάτων σε ένα («ενοποίηση υπηρεσιών»)
2. (για διάφορες ύλες) ένωση σ' ένα συμπαγές σύνολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενοποιώ. Η λ. ενοποίησις μαρτυρείται στον Π. Βράιλα].