υπαγωγή

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

η / ὑπαγωγή, ΝΜΑ ὑπάγω
η κατάταξη σε μία κατηγορία ή η θέση κάποιου υπό την δικαιοδοσία άλλου (α. «υπαγωγή της υπηρεσίας στο υπουργείο Προεδρείας» β. «τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγήν», Απολλ. Δύσκ.)
μσν.-αρχ.
(κατά τον Φώτ.) «ὑπαγωγή: ἡ ταῖς ναυσὶ σκέπη
καὶ προσόρμησις
οἷον ὕφορμός τις»
αρχ.
1. βαθμιαία προσαγωγή («αὐτὸν δὲ τοὺς κύνας λαβόντα ἰέναι πρὸς τὴν ὑπαγωγὴν τοῦ κυνηγεσίου», Ξεν.)
2. απάτη, πανουργία
3. ευκοιλιότητα, διάρροια
4. υποχώρηση («καὶ ἦν ἐπὶ πολὺ τοιαύτη ἡ μάχη, διώξεις τε καὶ ὑπαγωγαί», Θουκ.)
5. μάζεμα, χαμήλωμα, ζάρωμα
6. διώρυγα, αυλάκι άρδευσης.