συγχωνεύω
τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything
English (LSJ)
A melt down, Lycurg.117, D.22.70, Inscr.Délos 443 Bb42 (ii B.C.).
b melt down also, PHolm.1.17,23, PLeid.X. 19.
2 join in making pottery, PSI4.420.11 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 972] zusammenschmelzen, einschmelzen, εἰκόνα, Lycurg. 117; Dem. 24, 177; Plut. Flamin. 14.
French (Bailly abrégé)
faire fondre ensemble.
Étymologie: σύν, χωνεύω.
Russian (Dvoretsky)
συγχωνεύω: сплавлять Dem.: χρυσίον συγκεχωνευμένον Plut. золото в слитках.
Greek (Liddell-Scott)
συγχωνεύω: καταχωνεύω, τήκω, Λυκοῦργ. 164. 29, 39, Δημ. 615. 12.
Greek Monolingual
ΝΑ χωνεύω
συντήκω δύο ή περισσότερα μέταλλα («χρυσίου συγκεχω
νευμένου», Πλούτ.)
νεοελλ.
ενώνω πολλά όμοια πράγματα μαζί, συνενώνω, ενοποιώ (α. «η κυβέρνηση θα συγχωνεύσει τα ασφαλιστικά ταμεία» β. «συγχωνεύθηκαν οι ποινές του»)
αρχ.
(στην αγγειοπλαστική) συνάπτω, συνδέω.
Greek Monotonic
συγχωνεύω: μέλ. -σω, λιώνω, χωνεύω μαζί, σε Δημ.