συναπάντημα

From LSJ
Revision as of 19:55, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source

Greek Monolingual

το, ΝΜ, και συναπάντεμα Ν συναπαντῶ
νεοελλ.
1. τυχαία συνάντηση
2. προϋπάντηση
3. καθετί που συναντά κανείς τυχαία
4. φρ. «καλό [ή κακό] συναπάντημα» — πρόσωπο ή πράγμα με το οποίο η τυχαία συνάντηση θεωρείται καλόςκακός] οιωνός
μσν.
1. συνωμοσία
2. δυσοίωνη συνάντηση.