συνεκφωνώ

From LSJ
Revision as of 20:09, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331

Greek Monolingual

συνεκφωνῶ, -έω, ΝΜΑ ἐκφωνῶ
προφέρω μαζί, εκφωνώ ταυτοχρόνως
αρχ.
αναφωνώ συγχρόνως («ἅμα δὲ αὐτοῦ λήγοντος συνεξεφώνησεν ὁ οἰκέτης», Αχιλλ.Τάτ.).