σύμπλευρος

From LSJ
Revision as of 20:11, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπλευρος Medium diacritics: σύμπλευρος Low diacritics: σύμπλευρος Capitals: ΣΥΜΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: sýmpleuros Transliteration B: sympleuros Transliteration C: symplevros Beta Code: su/mpleuros

English (LSJ)

ον, side by side, λίθοι Milet.7.57 (Didyma), Rev.Phil. 43.199, 202 (ibid.).

German (Pape)

[Seite 988] Seite an Seite, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπλευρος: -ον, ὁ πλευρὸν μὲ πλευρόν, ὁ παραπλεύρως κείμενος, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 768D.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
(για κομμάτι κρέατος) αυτός που είναι μαζί με τα πλευρά
αρχ.
διπλανός, αυτός που βρίσκεται δίπλα σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πλευρος (< πλευρά / πλευρόν), πρβλ. περί-πλευρος].