λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
Full diacritics: σύμπονος | Medium diacritics: σύμπονος | Low diacritics: σύμπονος | Capitals: ΣΥΜΠΟΝΟΣ |
Transliteration A: sýmponos | Transliteration B: symponos | Transliteration C: symponos | Beta Code: su/mponos |
= assessor, Gloss.
-ον, Μ
1. συνεργάτης, σύντροφος στη δουλειά
2. σύμβουλος διοικητικού ή στρατιωτικού αξιωματούχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πονος (< πόνος «κόπος»), πρβλ. κατά-πονος].