μεθυστάς

From LSJ
Revision as of 16:18, 29 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθυστάς Medium diacritics: μεθυστάς Low diacritics: μεθυστάς Capitals: ΜΕΘΥΣΤΑΣ
Transliteration A: methystás Transliteration B: methystas Transliteration C: methystas Beta Code: mequsta/s

English (LSJ)

άδος, fem., drunken: metaph., μεθυστάδες γάμων Trag.Adesp.238.

Greek Monolingual

μεθυστάς, -άδος, ἡ (Α)
1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει
2. (κατά τον Ησύχ.) «μεθυστάδες, ὡς οἰνόπληγες μεθυστάδες γάμων
μεθύουσαι καὶ εἰς γάμους συνιοῦσαι, οἷον τὸ παρθένους λέγεσθαι ἀπέβαλον, ἢ αἱ βαρυνθεῖσαι ὑπὸ μέθης οὐκέτι παρθένοι ἦσαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τ. του μεθυστής σχηματισμένος με το επίθημα -άς (πρβλ. θύστηςθυστάς)].