δέκτο
From LSJ
English (LSJ)
v. δέχομαι.
Spanish (DGE)
v. δέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δέκτο: ἴδε ἐν λ. δέχομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pqp. poét. de δέχομαι.
English (Autenrieth)
see δέχομαι.
Greek Monotonic
δέκτο: γʹ ενικ. Επικ. αόρ. βʹ του δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
δέκτο: (и ἔδεκτο) эп. 3 л. sing. aor. 2 к δέχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέκτο poët. indic. aor. 3 sing. van δέχομαι.