διατύφω
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
English (LSJ)
[ῡ], pf. part. Pass. διατεθυμμένη dazed, Lib.Or.1.95 (nisi leg. -τεθρυμμένη).
Spanish (DGE)
llenar de humo, fig. aturdir en v. pas. ἡ ψυχή Lib.Or.1.95.
German (Pape)
[Seite 609] durchräuchern; übertr., ψυχὴ ἄχους πλέα καὶ διατεθυμμένη, Liban.
Greek (Liddell-Scott)
διατύφω: [ῠ], πληρῶ καπνοῦ, μεταφ., ψυχὴ διατεθυμμένη Λιβάν. 1, 68.