διαψηφιστός

From LSJ
Revision as of 11:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαψηφιστός Medium diacritics: διαψηφιστός Low diacritics: διαψηφιστός Capitals: ΔΙΑΨΗΦΙΣΤΟΣ
Transliteration A: diapsēphistós Transliteration B: diapsēphistos Transliteration C: diapsifistos Beta Code: diayhfisto/s

English (LSJ)

ή, όν, elected, ἀρχαὶ κρυπτῇ ψήφῳ δ. Arist.Rh.Al.1424b2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
elegido por votación αἱ δὲ μέγισται (ἀρχαί) κρυπτῇ ψήφῳ ... διαψηφισταί Anaximen.Rh.1424b3.

German (Pape)

[Seite 614] durch Abstimmen gewählt, Arist. rhet. Alex. 3. ἀρχαί

Greek (Liddell-Scott)

διαψηφιστός: -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς διὰ ψήφου, ἀρχαὶ κρυπτῇ ψήφῳ δ. Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 3. 17.

Greek Monolingual

διαψηφιστός, -ή, -όν (Α)
αυτός που εκλέχθηκε με ψήφο, εκλεγμένος.

Russian (Dvoretsky)

διαψηφιστός: избранный голосованием (ἀρχαί Arst.).