δυσμάσητος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
[μᾰ], ον, hard to chew, Gal. 16.760.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de masticar τὰ κρέα τὰ τοῖς σκληροῖς ... καὶ δυσμασήτοις ἐναντίως διακείμενα Gal.16.760.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμάσητος: -ον, δυσκόλως μασώμενος, κρέας Γαλην. 8, 782.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσμάσητος, -ον)
αυτός που μασιέται δύσκολα.
German (Pape)
schwer zu kauen, Galen.