γυναικόω
From LSJ
English (LSJ)
make effeminate, Ph.2.21:—Pass., Hp.Epid.6.8.32; παρθένος οὐδέποτε γυναικουμένη Ph.1.683.
Spanish (DGE)
I 1afeminar τὰ σώματα μαλακότητι καὶ θρύψει γυναικοῦντες de los sodomitas, Ph.2.21.
2 en v. med.-pas. recuperar la menstruación ἐδόκει ... ἰητροῖσιν ... μία ἐλπὶς εἶναι τοῦ γυναικωθῆναι de una mujer que había sufrido un proceso de virilismo, Hp.Epid.6.8.32
•hacerse mujer παρθένου ... οὐδέποτε γυναικουμένης Ph.1.683.
II part. perf. pas. γεγυναικωμένα n. que recibía un tipo de pastel, Hsch.
German (Pape)
[Seite 511] im pass. γυναικόομαι, zum Weibe, weibisch werden, Hippocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυναικόω [γυνή] act. causat., met acc.: tot vrouw maken; med.-pass. intrans. vrouw worden.