βουβωνίσκος
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
ὁ, bandage for the groin, Heliod. ap. Orib.48.55 tit.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ medic. vendaje inguinal Gal.18(1).776, 827, Orib.48.55 tít.
Greek (Liddell-Scott)
βουβωνίσκος: ὁ, δεσμὸς διὰ βουβωνοκήλην, Ὀρειβάσ. σ. 111. Mai, Γαλην. 12, 473.
Greek Monolingual
βουβωνίσκος, ο (Α)
βουβών
επίδεσμος για τη βουβωνοκήλη.