αἰγλάεις
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
contr. αἰγλᾶς, Dor. for αἰγλήεις.
Spanish (DGE)
αἰγλᾶς v. αἰγλήεις.
Greek (Liddell-Scott)
αἰγλάεις: συνῃρ. αἰγλᾶς, Δωρ. ἀντὶ αἰγλήεις.
English (Slater)
αἰγλᾱεις
1 gleaming, shining ἐπὶ γὰρ Ἑρμᾶς αἰγλάεντα τίθησι κόσμον (sc. τοῖς ἵπποις.) (P. 2.10) “κῶας αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ” (P. 4.231)
Greek Monotonic
αἰγλάεις: συνηρ. αἰγλᾶς, Δωρ. αντί αἰγλήεις, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
αἰγλάεις: дор. = αἰγλήεις.