ἀγχίπορος
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ον, passing near, always near, κόλακες AP10.64 (Agath.); simply, neighbouring, Nonn.D.5.38,al.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que acompaña a todas partes κόλακες AP 10.64 (Agath.).
2 cercano, próximo ἀγχιπόροις δὲ ἔχραε Τεμμίκεσσι Nonn.D.5.38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vient auprès, qui accompagne.
Étymologie: ἄγχι, πόρος.
Greek Monotonic
ἀγχίπορος: -ον, αυτός που έρχεται κοντά σε..., αυτός που βρίσκεται πάντοτε κοντά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχίπορος: следующий по пятам, неотступный (κόλακες Anth.).