ἀκοπίαστος

From LSJ
Revision as of 12:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκοπίαστος Medium diacritics: ἀκοπίαστος Low diacritics: ακοπίαστος Capitals: ΑΚΟΠΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: akopíastos Transliteration B: akopiastos Transliteration C: akopiastos Beta Code: a)kopi/astos

English (LSJ)

ον, (κοπιάω) A not wearying, ὁδός Arist.Mu.391a12 (v.l. -ατος). II untiring, unwearied, φῶς ἡλίου Herm. ap. Stob.1.49.44. Adv. -άστως Sch.S.Aj.852.

Spanish (DGE)

-ον
1 infatigable φῶς ἡλίου Corp.Herm.Fr.23.34
subst. τὸ ἀ. resistencia, aguante de los dioses τὸ ταχὺ καὶ ἀ. αὐτῶν Sch.Pi.P.9.119b.
2 adv. -ως incansablemente Sch.S.Ai.837cCh.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοπίαστος: -ον, (κοπιάω) ὁ μὴ προξενῶν κόπωσιν, ὁδός, Ἀριστ. Κοσμ. 1. 2. ΙΙ. ὁ μὴ καταβαλλόμενος ὑπὸ κόπου, Στοβ. Ἐκλ. 1. 952. - Ἐπίρρ. -άστως, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 852. ὡσαύτως -αστί, Σωκρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 11.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκοπίαστος, -ον) και ακόπιαστος -η, -ο
1. αυτός που γίνεται χωρίς κόπο, που δεν προξενεί κόπο
«ακόπιαστη δουλειά»
«ἀκοπίαστος ὁδὸς» (Αριστοτ.)
2. εκείνος που αντέχει στους κόπους, ο ακαταπόνητος
«ακοπίαστος άνθρωπος»
«ἀκοπίαστον φῶς ἡλίου»
νεοελλ.
ο εύκολος, ο άκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κοπιῶ (-άζω)].

Russian (Dvoretsky)

ἀκοπίαστος: неутомительный (ὁδός Arst.).