ἀκτινωτός
From LSJ
οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us
English (LSJ)
ή, όν, decorated with rays, Ph.2.560; φιάλη Michel815 (Delos, iv B. C.); of cog-wheels, toothed, Hero Spir.2.32.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 adornado o provisto de rayos, radiado φιάλη ID 104.34 (IV a.C.), Didyma 424.36 (III a.C.), στέφανος Ph.2.560, Ἥλιος IPerge 10.53 (I d.C.?)
•provisto de prominencias en la cabeza que simbolizan los rayos del sol κάνθαρος Horap.1.10.
2 dentado de una rueda, Hero Spir.2.32.
German (Pape)
[Seite 86] umstrahlt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκτῑνωτός: -ή, -όν, = ἔχων ἀκτῖνας, Λατ. radialus, Φίλων 2. 560.
Greek Monolingual
και αχτινωτός και αχτιδωτός, -ή, -ό (Α ἀκτινωτός, -ή, -όν) ἀκτίς
αυτός που έχει ακτίνες, ο ακτινοειδής.